λεβήτιον

λεβήτιον
λεβήτ-ιον, τό, Dim. of λέβης, IG22.1541.16 (iv B.C.), 11(2).161 C88 (Delos, iii B.C.), Anaxipp.6.5, Men.1027, cf.Poll.6.92, 10.76;
A small brazier, Antyll. ap. Orib.8.12.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεβήτιον — λεβήτιον, τὸ (Α) [λέβης] υποκορ. τού λέβης) 1. μικρός λέβητας, καζανάκι, μικρό δοχείο 2. μικρό πύραυνο, μαγκάλι …   Dictionary of Greek

  • λεβήτιον — small brazier neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεβητίῳ — λεβήτιον small brazier neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεβήτια — λεβήτιον small brazier neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • λεβέτι — το (Μ λεβέτιν) μεγάλος λέβητας, καζάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεβέτιν < λεβήτιον, υποκορ. τού λέβης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”